- ἔνθαπερ
- ἔνθαπερthere whereindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένθαπερ — ἔνθαπερ (Α) επίρρ. 1. (επιτ. τού ένθα) εκεί, όπου ακριβώς («κέεται δέ ὁ θρόνος οὑτος ἔνθαπερ oἱ τοῡ Γύγεω κρητῆρες», Ηρόδ.) 2. προς εκείνο το μέρος όπου («χώρει δ ἔνθαπερ κατέκτανες πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek